- ανορθόγραφος
- -η, -ο και ανορθόγραφος, -ο1. αυτός που κάνει ορθογραφικά σφάλματα2. (με παθ. σημ.) αυτός που περιέχει ορθογραφικά σφάλματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Σκαρλάτου Βυζάντιου].
Dictionary of Greek. 2013.